παρέμβαση
παρέμβαση
Signifoj |
- interveno, enmiksiĝo.
- parola interveno, kontribuaĵo (en debato, konversacio...).
- Τα πρακτικά περιλαµβάνουν όλες τις παρεμβάσεις των αγορητών.
- La protokolo enhavas ĉiujn kontribuaĵojn de la parolintoj.
- Τα πρακτικά περιλαµβάνουν όλες τις παρεμβάσεις των αγορητών.