Kategorio:Adjektivo (greka)
Artikoloj en kategorio "Adjektivo (greka)"
La jenaj 200 paĝoj estas en ĉi tiu kategorio, el 255 entute.
(antaŭa paĝo) (sekva paĝo)Ά
Α
- αήττητος
- αίθριος
- αίτιος
- αβάπτιστος
- αβάσιμος
- αβάστακτος
- αβέβαιος
- αβίαστος
- αβαθής
- αβλαβής
- αβοήθητος
- αγέλαστος
- αγέραστος
- αγέρωχος
- αγήμναστος
- αγίνωτος
- αγαθός
- αγαπημένος
- αγαπητός
- αγγελικός
- αγγλικός
- αγενής
- αγιάτρευτος
- αγκαζέ
- αγνός
- αγνώμων
- αγνώριστος
- αγοραίος
- αγράμματος
- αγροίκος
- αγωνιώδης
- αδάμαστος
- αδέκαστος
- αδέξιος
- αδέσμευτος
- αδέσποτος
- αδήλωτος
- αδήνατος
- αδίδακτος
- αδίσταχτος
- αδαής
- αδελφικός
- αδηφάγος
- αδιάβαστος
- αδιάβατος
- αδιάθετος
- αδιάκοπος
- αδιάκριτος
- αδιάλητος
- αδιάλλακτος
- αδιάντροπος
- αδιάρρηκτος
- αδιάσπαστος
- αδιάφορος
- αδιόρθωτος
- αδιαπέραστος
- αδιαχώριστος
- αδοήλευτος
- αδυσώπητος
- αείμνηστος
- αειθαλής
- αεικίνητος
- αεριοήχος
- αηδής
- αθάνατος
- αθέατος
- αθέμιτος
- αθόρηβος
- αθώος
- αθεράπευτος
- αθλητικός
- αθλθτικός
- αιώνιος
- αιγυπτιακός
- αιθέριος
- αιματηρός
- αιμοβόρος
- αισθηματικός
- αισθητός
- αισθητικός
- αισιόδοξος
- αισχρός
- ακάθαρτος
- ακάθεκτος
- ακάλεστος
- ακέραιος
- ακίνδηνος
- ακίνητος
- ακόλουθος
- ακόμη
- ακαδημαικός
- ακαθόριστος
- ακαλλιέργητος
- ακανόνιστος
- ακανθώδης
- ακατάβλητος
- ακατάδεκτος
- ακατάληπτος
- ακατάλληλος
- ακατάπαυστος
- ακατάστασος
- ακατάστατος
- ακατόρθωτος
- ακαταλόγιστος
- ακατανόητος
- ακατοίκητος
- ακμαίος
- ακοινώνητος
- ακουστικός
- αλβανικός
- αλγερίνικος
- αλλεργικός
- αλπικός
- Αμερικανός
- αμφίβιος
- αναιμικός
- ανταρκτικός
- απαρκής
- αραβικός
- αρκτικός
- αρχαικός
- ασθματικός
- ασιατικός
- ατμοσφαιρικός
- αυστραλιακός
- αυστριακός
- αυτόματος
- αφρικάνικος